σεμνύνεται

σεμνύνεται
σεμνύ̱νεται , σεμνύνω
exalt
aor subj mid 3rd sg (epic)
σεμνύ̱νεται , σεμνύνω
exalt
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Αρχίλοχος — (Πάρος περ. 680 – Θάσος 640 π.Χ.).Ο αρχαιότερος από τους λυρικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας για τους οποίους υπάρχουν στοιχεία. Πιστεύεται (δεν υπάρχει γενική συμφωνία) ότι έζησε γύρω στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. (σε ένα από τα αποσπάσματά του… …   Dictionary of Greek

  • σέμνωμα — το, ατος καύχημα, εκείνο για το οποίο σεμνύνεται κάποιος: Είναι το σέμνωμα της οικογένειάς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σεμνύνομαι — 1. καμαρώνω για κάτι: Σεμνύνεται το έθνος για το έπος του ’40. 2. δείχνω αλαζονεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”